Λίλιθ, η πρώτη γυναίκα από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου.
Η πρώτη σύντροφος του Αδάμ, πριν από την Εύα, και στη συνέχεια σύζυγος του Aρχάγγελου Σαμαέλ.
Λίλιθ, ο όφις, o δαίμονας ή, αλλιώς, το πρώτο βαμπίρ.
Ένα όνομα το οποίο συχνά σχετίζεται με το Κακό.
Είναι, άραγε, τα πράγματα έτσι;
Ή
μήπως η κακοφημία αυτή σχετίζεται με την τιμωρητική συμπεριφορά ενός πατριαρχικού κατεστημένου προς την γυναίκα που τόλμησε να εναντιωθεί στην προκαθορισμένη, «παραδεισένια» μοίρα της; Πώς θα έμοιαζε στα αλήθεια η ζωή της, αν της δινόταν μια ευκαιρία να μιλήσει η ίδια για τον εαυτό της;
Η Λίλιθ κατάγεται από τη Σουμεριακή πόλη Εριντού. Ζει στην έρημο μόνη, με το άλογο της. Της αρέσουν τα πούρα, το αλκοόλ και συνήθως φοράει τζιν σορτς και καουμπόικες μπότες. Η έρημος είναι ο τόπος των «διαφορετικών» και η Λίλιθ το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τον καθένα. Εκεί, πάνω στο πιο αφιλόξενο κομμάτι γης, ανακαλύπτει σιγά, σιγά τον εαυτό της και γράφει την ιστορία του κόσμου από την αρχή.
ΙSBN 978-960-5253-97-4
Διαστ.: 15x21 εκ. 430 σελ.
Βιογραφικό της συγγραφέως:
Με λένε Αγγελική Κωστάκη, γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη και εξακολουθώ να ζω σε αυτήν. Από πολύ μικρή ξεκίνησα να μαθαίνω μουσική και ύστερα από μερικά πτυχία και διακρίσεις... ακόμα συνεχίζω να μαθαίνω. Συνήθως παίζω πιάνο, ακορντεόν ή κρητική λύρα, άλλοτε για να ψυχαγωγήσω το κοινό μου και άλλοτε για τον εαυτό μου.
Το θέατρο μού χτύπησε την πόρτα σε μια ανύποπτη στιγμή, όταν το αμάξι μου ήταν στο συνεργείο και το πιάνο μου κλειστό. Του συστήθηκα ως μουσικός, αλλά εκείνο κατάφερε να με παρασύρει στα δικά του μονοπάτια. Από τότε γράφω μουσικές για θεατρικές παραστάσεις κι εκείνο μου υπόσχεται ρόλους. Τα βιβλία πάντα τα λάτρευα. Δεν τολμούσα, όμως, να καταπιαστώ με τη συγγραφή. Αφενός γιατί οι λέξεις δεν είναι νότες κι αφετέρου διότι το γράψιμο, όπως πίστευα, είναι μία άκρως μοναχική ενασχόληση. Τότε ήρθε η καραντίνα. Προδομένη από τις υπόλοιπες τέχνες που ψυχορραγούσαν, η συγγραφή εμφανίστηκε μπροστά μου σαν σανίδα σωτηρίας. Γραπώθηκα, λοιπόν, από το καβούκι της και ξεκινήσαμε μαζί φανταστικά ταξίδια, μιας και τα κανονικά απαγορεύονταν. Ξαφνικά, οι καταπιεσμένες νότες κατάφεραν να γίνουνε λέξεις. Με μεγάλη χαρά, δε, διαπίστωσα πως η καινούρια μου φίλη μπορούσε να γίνει άκρως κοινωνική, υπό έναν όρο: να έχει το ελεύθερο να αλητεύει ανενόχλητη στα περίεργα στέκια του μυαλού μου.