Menu
Το Καλάθι μου
No products in the cart.
0 είδη
0,00 €
Αποστολή
Σύνολο
0,00 €
Βασίλης Αναστασιάδης
Mια συγκλονιστική ιστορία δύναμης, ανθρωπισμού, εξιλέωσης, με φόντο μια ηρωική αποστολή γιατρών στην εμπόλεμη ζούγκλα της Ασίας. Εικόνες που χαράσσονται ανεξίτηλα στο νου. Πάθη, αξίες, τιμή, ηρωισμός, αλλά και η σκοτεινή όψη της ανθρώπινης φύσης. Μια φανταστική (;) ιστορία που θα μείνει αξέχαστη.
Ένας άνδρας αδικείται.
Εκδικείται. Φυγαδεύεται.
Ξεπληρώνει το κρίμα του με τη ζωή του.
Εθελοντές γιατροί που προσπαθούν να σώσουν ανθρώπους από άλλους ανθρώπους.
Έκπτωτοι πολεμιστές που προστατεύουν τους γιατρούς στο σωτήριο έργο τους. Πόνος, οργή, εκδίκηση, ελπίδα, φόβος, αγάπη, θυσία, αυταπάρνηση, έρωτας.
Σ’ ένα εξωτικό, απομακρυσμένο, σύγχρονο κράτος, όπου έλαβαν χώρα τραγικά συμβάντα. Στη μέση ενός εμφυλίου. Εκεί όπου χάνεται η ομορφιά και αδυνατεί ο νους να χωρέσει τόσο μίσος.
«Είμαστε σαν τους σκύλους. Την ημέρα γλείφουμε πληγές. Όταν όμως πέσει η νύχτα, αγριευόμαστε και επαγρυπνούμε. Κινούμαστε στο σκοτάδι. Φυλάμε τους χώρους μας, κρατάμε ασφαλείς τους δικούς μας. Αυτοί είμαστε, αυτό μάθαμε να κάνουμε, να είμαστε σκύλοι.»
Διαστ.: 14,5 x 21 εκ, 432 σελίδες
ISBN 978-618-5253-07-3
Απόσπασμα από το βιβλίο:
"Και ξαφνικά, όλο το μέρος πλημμύρισε από χαρά. Ιθαγενείς κάτοικοι έβγαιναν τρέχοντας από τα κτίσματα και με σηκωμένα τα χέρια τους γέμιζαν τον αέρα με χαρούμενες φωνές και κραυγές ευτυχίας. Για να είμαι πιο ακριβής, κουνούσαν τα χέρια τους όσοι απ’ αυτούς είχαν, αφού μετά από μια γρήγορη και προσεχτική ματιά παρατήρησα πως κάποιοι δεν είχαν χέρια ή είχαν μόνο το ένα. Επίσης διαπίστωσα ότι άλλοι δεν είχαν καθόλου πόδια και ούρλιαζαν χαρούμενοι από τις βεράντες, ή είχαν μόνο το ένα τους πόδι και έτρεχαν προς το μέρος μας με μόνη βοήθεια για τη στήριξή τους απλά ξύλινα μπαστούνια. Όλοι τους όμως είχαν ένα κοινό γνώρισμα, την ευτυχία, ό,τι και αν σήμαινε κάτι τέτοιο, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης στην οποία βρίσκονταν. Αγκάλιαζαν και επευφημούσαν γιατρούς και νοσοκόμους με εκδηλώσεις απίστευτης λατρείας. Όσον αφορά τον κ. Prideux, οι γηραιότεροι, άνδρες και γυναίκες, τον χάιδευαν στο κεφάλι και του φιλούσαν τα χέρια. Όλοι τους έκαναν σαν να είχαν δει θεούς ή, καλύτερα, τους ήρωές τους.
Τότε με πλησίασε ένα αγόρι, με ένα χέρι. Τα ρούχα του ήταν φτωχικά και σκισμένα και στηριζόταν σε μία αυτοσχέδια πατερίτσα στην προσπάθειά του να σύρει το στραπατσαρισμένο του πόδι, από την ίδια πλευρά που έλειπε και το επάνω του άκρο. Μου χαμογέλασε και με τη μοναδική παλάμη του τράβηξε το πουκάμισό μου. Με κοίταξε με βλέμμα που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ και μίλησε με ιδιωματική προφορά.
«Κύριος, κύριος, εγώ πάρει τσάντα σου. Κύριος, δώσει εμένα κουβαλήσει τσάντα».
Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω αυτό το ανάπηρο παιδί να κουβαλήσει το σακίδιό μου. Του αρνήθηκα ευγενικά, όμως αυτό επέμενε. Σίγουρα με είχε περάσει για γιατρό. Το χάιδεψα στο κεφάλι και του έδωσα ένα από τα γλυκίσματα που έκρυβα στο σάκο μου, εκείνα από δημητριακά και σοκολάτα. Το έβαλε αμέσως στην τσέπη και με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο συμπάθεια και υποχρέωση. Μπήκε μπροστά μου και τέντωσε το χέρι του.
«Παρακαλώ. Εγώ Iranga, παρακαλώ».
Του έπιασα το χέρι για να τον χαιρετήσω, μα μία φωνή πίσω μου με απέτρεψε.
«Δε θέλει να σε χαιρετήσει ο Iranga», είπε η Ελβετή Yolande, περιβαλλόμενη και αυτή από παιδιά. «Θέλει να τον αφήσεις να κουβαλήσει το σακίδιό σου. Ξέρω, είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς κάτι τέτοιο, αλλά αυτό θα τον χαροποιούσε πολύ».
Υποχώρησα. Ήταν πραγματικά μαρτύριο το να βλέπω κάτι τέτοιο μα συγχρόνως γέμιζα από υπερηφάνεια βλέποντας το μικρό, νέο μου φίλο να είναι τόσο γενναίος και ευγενικός. Σκέφτηκα ότι σπανίζουν τέτοιοι χαρακτήρες σε χώρες όπου τα παιδιά έχουν τα πάντα σε αφθονία. Πραγματικά, έμεινα άφωνος με το θάρρος και τη θέλησή του. Πέρασε τον ιμάντα από το λαιμό του, κρεμώντας το φορτίο επάνω στο στήθος του. Έπειτα, έμεινε υπομονετικά δίπλα μου περιμένοντας να κινηθώ.
«Χαχα!» κραύγασε η Yolande. «Πάμε, προτού λιποθυμήσουν όλα τους. Έλα».
Προχωρήσαμε με κάποια δυσκολία ανάμεσά τους χωρίς να νιώσουμε ούτε μια στιγμή δυσφορία από τη στενή επαφή τους μαζί μας. Δεν ήταν πολλοί. Θα έλεγε κανείς πως ήταν μια μεγάλη οικογένεια, συν κάποιους ασθενείς που φιλοξενούνταν σε αυτό το μικρό, όμορφο και γραφικό μέρος. Τα νεαρότερα μέλη του οικισμού έπεφταν μέσα στη ρηχή λιμνούλα αλαλάζοντας από χαρά, που από φυσικού της χάριζε ζωντάνια και κίνηση στο γλαφυρό, καταπράσινο, μικρό χωριό."